Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Σκέψεις για την επανεκκίνηση του φοιτητικού κινήματος



Τα τελευταία δύο χρόνια οι φοιτητές, σε συνθήκες γενικευμένης απάθειας και οπισθοδρόμησης των πολιτικών διεκδικήσεων από την πλευρά της κοινωνίας, βγήκαν στο προσκήνιο με τις κινητοποιήσεις τους για να εμποδίσουν την εφαρμογή του νέου νόμου. Το ότι σε γενικές γραμμές τα φοιτητικά αντανακλαστικά διατηρούν ακόμη μια ζωτικότητα μέσα στην περιρρέουσα σήψη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας καθησυχάζει. Για να έχει προοπτική το φοιτητικό κίνημα -και κάθε κίνημα- δεν πρέπει να κατασταλάζει σε παγιωμένα αιτήματα και θεωρητικά σχήματα. Αντίθετα, θα πρέπει να προσπαθεί διαρκώς να ελέγχει τα «εργαλεία» του, να εμβαθύνει, να προβληματίζεται με άλλα λόγια για το αν η οπτική του είναι επαρκής. Διότι με αυτό τον τρόπο, δηλαδή με την διαρκή «αναζωογόνηση» της οπτικής μας, το κίνημα θα έχει την δυνατότητα να φέρνει στην επιφάνεια περισσότερες απ’ τις εκμεταλλευτικές πτυχές του εκάστοτε αντικοινωνικού φαινομένου, στην προκειμένη περίπτωση του νόμου Αρβανιτόπουλου.
          Σκοπός λοιπόν του κειμένου αυτού είναι η εξέταση και η διεύρυνση της τρέχουσας κριτικής που ασκείται στο νόμο Αρβανιτόπουλου και εν γένει στο εκπαιδευτικό σύστημα. Εν συνεχεία, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε ένα πανεπιστήμιο οργανωμένο σε δημοκρατικές δομές, όπως και μια διαφορετική -μη χρησιμοθηρική- σχέση των ανθρώπων με τη γνώση. Με άλλα λόγια, επιχειρούμε έναν πειραματισμό στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της παιδείας.
          Είναι σημαντικό ένα κίνημα όπως το φοιτητικό να θέτει υπό συζήτηση τον ίδιο του τον εαυτό. Πάνω στην βάση αυτή, δοκιμάζουμε να επανεξετάσουμε την κατεύθυνση που έχουν πάρει τα φοιτητικά αιτήματα και να δούμε κατά πόσο είναι δυνατό να εμπλουτιστούν περεταίρω.
          Τα ερωτήματα που εγείρονται, λοιπόν, είναι: ποιά ήταν τα αιτήματα των φοιτητών και σε ποιό βαθμό απαντούν στο νόμο και ακόμα περισσότερο, κατά πόσο προβάλλεται ένα πρόταγμα από πλευράς φοιτητών με θετικό πρόσημο; Χωρίς δηλαδή να υποκύπτει σε έναν αρνητισμό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, δεν βοηθά στην συγκρότηση ενός αποφασισμένου υποκειμένου, ενός υποκειμένου που δεν συγκροτείται επειδή ο «εχθρός» βρίσκεται απέναντι του, αλλά υπάρχει άσχετα με την παρουσία του. Δηλαδή η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός κοινού οράματος για το τι πανεπιστήμιο θέλουμε, έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία για το μέλλον του κινήματος.
          Σε γενικές γραμμές, τα αιτήματα των φοιτητών εστίασαν σε θέματα που αφορούσαν οικονομικά και διοικητικά ζητήματα του πανεπιστημίου, όπως και στο θέμα της φοιτητικής εκπροσώπησης, που ο νόμος ουσιαστικά καταργεί. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική που ασκήθηκε στο οικονομικό και διοικητικό σκέλος του νόμου, αφορούσε τη προέλευση της χρηματοδότησης με την παράλληλη είσοδο των επιχειρηματιών στα πανεπιστήμια. Έτσι, λογικό επόμενο είναι η επιβάρυνση των φοιτητών με δίδακτρα και η επιχειρηματικοποίηση των ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, τα περισσότερα πανό ανά την Ελλάδα –με τις παραλλαγές τους φυσικά- βάφτηκαν με το σύνθημα, «δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλους», δηλαδή δεν θέλουμε ιδιωτικοποιημένη παιδεία για την οποία να πληρώνουμε δίδακτρα. Επίσης, καλό είναι να αναφερθεί ότι η κριτική που ασκήθηκε σχετικά με τη φοιτητική εκπροσώπιση, σε μεγάλο βαθμό δεν γινόταν από δημοκρατική σκοπιά αλλά προασπιζόμενη γραφειοκρατικούς και συγκεντρωτικούς θεσμούς του πανεπιστημίου.
Ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει το φοιτητικό και πολλά άλλα κινήματα, είναι ότι παρά την όποια ανατρεπτικότητα και ριζοσπαστικότητά του, έχει μάθει να εκφράζεται και κατ’ επέκταση να σκέφτεται με όρους που στο υπάρχον σύστημα έχουν υποστεί διαστρέβλωση. Είναι ζωτική η ανάγκη επανανοηματοδότησης των αξιών που τόσο συχνά χρησιμοποιούμε και υιοθετούμε, χωρίς ωστόσο να τις καταλαβαίνουμε ουσιαστικά.
Τρανταχτό παράδειγμα διαστρέβλωσης εννοιών είναι ο όρος δημοκρατία. Δημοκρατία δεν είναι ο κοινοβουλευτισμός, η ύπαρξη κομμάτων, η γενικόλογη ελευθερία γνώμης και έκφρασης. Έχει να κάνει αυστηρά με το πώς και από ποιούς λαμβάνονται οι απόφασεις. Όλοι οι προσδιορισμοί που της δίνονται (κοινοβουλευτική, φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική), δεν έχουν να κάνουν με το περιεχόμενό της. Η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση.
Στην ίδια βάση, δημόσιο δεν είναι μόνο ό, τι δεν είναι ιδιωτικό. Δημόσιο είναι ό, τι ανήκει στην κοινωνία εξ’ ολοκλήρου, στο σύνολο των πολιτών χωρίς κανένα περιορισμό ή μεσολάβηση. Συνεπώς, παλεύοντας για δημόσιο πανεπιστήμιο δεν θα έπρεπε να απαιτούμε μόνο «έξω οι ιδιώτες απ’ τις σχολές», αλλά και «έξω το κράτος απ’ τις σχολές».
Αρχικά πρέπει να αντιληφθούμε πως το κρατικό πανεπιστήμιο δεν διαφέρει καθόλου ως προς τους «ουσιαστικότερους» στόχους που θέτει το ιδιωτικό. Στην ουσία διαφέρει μόνο στο ότι το τελευταίο έχει δίδακτρα, πράγμα που αποκλείει πολλούς από μας.  Ωστόσο, ποιος είπε ότι το κράτος δεν ταυτίζεται με την λογική του κέρδους, της παραγωγικότητας, του κεφαλαίου; Ποιός είπε ότι το κρατικό πανεπιστήμιο, όπως και το ιδιωτικό, δεν προετοιμάζει εξειδικευμένους εργάτες που θα στελεχώσουν την παραγωγή, την μαζική κουλτούρα, τις τουριστικές υπηρεσίες, το θέαμα και ό,τι άλλο «δημιουργεί» η εποχή μας; Το δίλλημα, δηλαδή, κρατικό ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν επαρκεί από μόνο του αν το δούμε από μια ποιοτική σκοπιά και, προπάντων, δεν φανερώνει όλες τις πτυχές του διεστραμμένου νόμου Αρβανιτόπουλου.
Η αξιολόγηση ως έννοια δεν είναι ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός ελεγχόμενος από τους έχοντες (πολιτική, οικονομική) εξουσία προκειμένου να κρίνει πόσο υπάκοοι είναι οι υπηρέτες της, αλλά θα έπρεπε να γίνεται σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, ως κοινωνικός έλεγχος με μοναδικό στόχο το δημόσιο συμφέρον.
Ως δια βίου μάθηση δεν θα έπρεπε να νοείται το δια βίου κυνήγι τίτλων σπουδών στην άβυσσο της ανταγωνιστικότητας με στόχο την επιβίωση στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας, αλλά η δια βίου αναζήτηση της γνώσης, της διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων και της ανάπτυξης του ανθρώπου.
Στην ουσία, επιχειρείται μια ριζική αλλαγή στο «DNA» του φοιτητή και την σχέση του με την γνώση. Όταν λέμε «το DNA του φοιτητή» εννοούμε απλά ότι ο φοιτητής παύει να έχει μια ορισμένη αντίληψη για το τι είναι το πανεπιστήμιο, τι αντιπροσωπεύει, αλλά και γενικότερα τη θέση του στο πανεπιστήμιο και την κοινωνία. Δηλαδή, αν μέχρι τώρα υπήρχε ένα κομμάτι φοιτητών που δεν ενδιαφερόταν απλά να πάρει το πτυχίο του, δεν σκέφτονταν με πόσο βαθμό πέρασε το χ μάθημα, δεν ενέδωσε στις γονικές πιέσεις για επαγγελματική καταξίωση, αλλά ενδιαφερόταν για το ίδιο το περιεχόμενο της γνώσης, το αντικείμενο των σπουδών, γι’ αυτό που τέλος πάντων του κέντριζε το ενδιαφέρον, πλέον με τον νόμο Αρβανιτόπουλου δημιουργείται ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί αυτούς τους «συναισθηματισμούς». Η νέα «γραμματική της υποταγής» δεν επιδέχεται ανορθολογισμούς, πρέπει να διοχετεύει τα πάντα στην βασικότερη δραστηριότητα της εποχής μας: την οικονομία. Και εφόσον έχει θέσει τέτοιους στόχους, τέτοιοι θα είναι και οι άνθρωποι που θα εμφανίζονται ώστε να τους πραγματοποιούν. Το πανεπιστήμιο θα αποτελεί για το σύνολο της κοινωνίας το μέσο για την κοινωνική ανέλιξη. 
Η νέα κατεύθυνση που ορίζει ο νέος νόμος δηλώνεται στο άρθρο 4 : «Τα ΑΕΙ έχουν ως αποστολή να ανταποκρίνονται στις ανάγκες αγοράς εργασίας…». Το σημείο αυτό αποκαλύπτει το ιδεολογικό και αξιακό περιεχόμενο του νέου νόμου. Με βάση αυτή την λογική η γνώση κι η παιδεία, με την ευρεία έννοια, μπαίνουν στην υπηρεσία της αγοράς, γίνονται επομένως αντιληπτές με όρους ανταγωνιστικότητας, αποδοτικότητας και παραγωγικότητας. Με αυτό τον τρόπο αποκτούν χρηστική αξία, παύουν να αποτελούν αυταξία, δηλαδή η παιδεία χάνει αυτόν τον οικουμενικό χαρακτήρα που βλέπει την γνώση εκ των προτέρων –χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί προσοδοφόρα- ως αξία από μόνη της. Οι φοιτητές πρέπει να ανταγωνίζονται περισσότερο μεταξύ τους, κάτι που φυσικά δεν ευνοεί την από κοινού κριτική πρόσληψη της γνώσης (εξού και η ύπαρξη των ECTS και των διδακτικών μονάδων). Ο νόμος επιφυλάσσει έναν νέο τύπο φοιτητή που θα ασχολείται μόνο με την καριέρα του, την απόκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μισθού, τον ψυχαναγκασμό για υψηλότερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία κ.λπ. 
          Επομένως, θα πρέπει μαζί με τα αιτήματα για δημόσια και δωρεάν παιδεία, να προβληθεί και η χυδαία οικονομίστικη αντίληψη που θεσπίζει ο νόμος Αρβανιτόπουλου. Διότι αν κυριαρχήσει η παραπάνω αντίληψη για την παιδεία και την γνώση θα μειώνονται όλο και περισσότερο οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται στοιχειωδώς τι είδους κοινωνία τους περιβάλλει, θα είναι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που θα νιώθουν την ηθική ανάγκη να αντισταθούν.
Ο νόμος Αρβανιτόπουλου έρχεται να τραβήξει στα άκρα, να ριζώσει, κάποιες ήδη υπάρχουσες λογικές που στόλιζαν το πανεπιστήμιο, αλλά και γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα. Θεσμοί όπως η πανελλήνιες, οι βαθμοί, οι εξεταστικές στα πανεπιστήμια και εν γένει ο θεσμός της εξέτασης όπως εμφανίζεται στην παιδεία εξυπηρετεί ορισμένους σκοπούς που αντιβαίνουν στην ίδια την έννοια της παιδείας και προσιδιάζουν σε μια εργαλειακή υπένδυσή της. 
Για παράδειγμα, προκειμένου ο μαθητής να βαθμολογηθεί σ’ ένα εξεταζόμενο μάθημα πρέπει με κάποιον τρόπο να οριστεί ένα σχετικά αντικειμενικό κριτήριο, με βάση το οποίο να κριθεί το αν ο μαθητής αξίζει να «περάσει» το μάθημα. Μόνο που για να υπάρξει αυτό το «αντικειμενικό» κριτήριο θα πρέπει αναπόφευκτα ο δάσκαλος να κατακερματίσει την γνώση, να την σπάσει σε μικρά κομματάκια, να δημιουργήσει ένα σύνολο αποσπασματικών γνώσεων. Με αυτό τον τρόπο, όπως είναι λογικό, δεν προωθείται η εμβάθυνση, η προσωπική έρευνα, αλλά αντιθέτως δίνεται η εντύπωση στον/η διδασκόμενο/η πως το μόνο που έχει σημασία είναι το να «περάσεις» τον εκάστοτε στόχο που τίθεται από το εκπαιδευτικό σύστημα. Το παραπάνω περιγράφει ακριβώς αυτό που ονομάζουμε ως εργαλειακή σχέση με την γνώση. Με άλλα λόγια η γνώση είναι το μέσο, το εργαλείο για κάτι άλλο, π.χ. για το πανεπιστήμιο (πανελλήνιες), για τον καλό βαθμό στο χ μάθημα ή για μια καλή ευκαιρία στην αγορά εργασίας. Ειδικά η περίπτωση του λυκείου βγάζει μάτι. Οι μαθητές/μαθήτριες δεν θυμούνται τίποτα από το λύκειο (αν εξαιρέσουμε τις πενταήμερες, τις καταλήψεις,  τις εξετάσεις για την είσοδο στο πανεπιστήμιο). Το λύκειο αποτελεί ένα προθάλαμο, ένα σημείο στάσιμο, χρονοβόρο, ψυχοφθόρο και βαρετό μέχρι είτε να μπούμε στο πανεπιστήμιο είτε να βγούμε στην αγορά εργασίας. Αν προσπαθούσαμε να παραλληλίσουμε το λύκειο με κάτι, θα ήταν με ένα λιμάνι όπου οι άνθρωποι δεν μένουν ποτέ, φεύγουν διαρκώς, μεταφέρονται ως εμπορεύματα, χωρίς να αφήνουν το στίγμα τους πουθενά. Εξ’ ου κι η καταθλιπτική αίσθηση που αφήνει το πέρασμα από τις αποβάθρες των λιμανιών. Εκεί είμαστε όλοι περαστικοί.
Για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί, είναι καλό να αναφέρουμε ότι αντίστοιχες πολιτικές οπτικές που συνδέουν την νομικό-πολιτική διάσταση και συγχρόνως την πολιτιστική υπήρξαν στην κινηματική ιστορία του 20ου αιώνα. Αναφέρουμε παραδειγματικά πως το πρώτο κύμα του φεμινιστικού κινήματος (19ου και αρχές 20ου αιώνα) άσκησε κριτική και υιοθέτησε αιτήματα πολιτικής/νομικής φύσεως (π.χ. δικαίωμα ψήφου, νομική εξίσωση των δύο φύλων, το δικαίωμα στην έκτρωση κ.α.). Στο δεύτερο κύμα του εν λόγω κινήματος (δεκαετία του 60) άρχισε να ασκεί κριτική πολιτιστικής φύσεως, επιδιώκοντας μια ανατροπή της «καθημερινότητας», δηλαδή των σχέσεων που δημιουργούνταν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, τις σεξουαλικές σχέσεις των δύο φύλων, κριτική στα γυναικεία πρότυπα που αναπαρήγαγε η μαζική κουλτούρα και τα στερεότυπα της παράδοσης.
Τώρα στα δικά μας χωράφια, τα φοιτητικά κινήματα του ‘60 δεν είχαν συντεχνιακό χαρακτήρα (χρηματοδότηση, στέγαση, σίτιση),  αλλά άρχισαν να κρίνουν την γραφειοκρατική δομή του πανεπιστημίου, τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνταν στο εσωτερικό του, την παρεχόμενη γνώση κ.α. Είναι σημαντικό να επιχειρήσουμε μια ένωση αιτημάτων, μια ολιστική προσέγγιση των προβλημάτων που βιώνουμε στον χώρο του πανεπιστημίου, τόσο σε ζητήματα διοικητικά και οικονομικά, όσο και σε θέματα της κουλτούρας και των αξιών που προβάλλουν στα άτομα οι εκάστοτε θεσμοί μέσα στο πανεπιστήμιο.
Τα φοιτητικά κινήματα το 1982, το 1997-8, το 2006-7, το 2011 ήταν νικηφόρα, με την έννοια ότι κατάφεραν να ανατρέψουν καταστροφικούς και αντιεκπαιδευτικούς νόμους. Αν θέλουμε κάποτε να επιτευχθεί μια νίκη μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, οφείλουμε πέρα από τη δεδομένη εναντίωση στο νόμο και τις κλισέ στερεοτυπικές διεκδικήσεις που συμπυκνώνονται σε δέκα προτάσεις, να φέρουμε στο προσκήνιο ένα πολύ συγκεκριμένο πρόταγμα, δηλαδή ποιά παιδεία θέλουμε πραγματικά, όπως και ποιά θα είναι η σχέση της με την κοινωνία.
Η παιδεία πρέπει από κρίκο στην αλυσίδα του συστήματος και εμπόρευμα να ιδωθεί ως κοινωνικό αγαθό, προσβάσιμο σε όλη την κοινωνία.  Το πανεπιστήμιο να είναι ελεύθερο, ανοιχτό και πραγματικά δημόσιο, χωρίς ούτε κρατική, ούτε ιδιωτική μεσολάβηση της γνώσης. Οι εξουσιαστικές δομές, η ιεραρχία και οι εξετάσεις να περάσουν στην ιστορία και στη θέση τους να έρθει η αμφισβήτηση, η κριτική σκέψη και η έρευνα.
Είναι αυτονόητο πως όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν εν μια νυκτί, ούτε κατά διάνοια στο υπάρχον σύστημα που έχει διαμορφώσει τον αντίστοιχο τύπο ανθρώπου. Η κατάσταση στην εκπαίδευση είναι ένα κομμάτι μόνο της γενικότερης κατάστασης και του συστήματος και γι’ αυτό το λόγο οι αγώνες μας πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους κοινωνικούς αγώνες. Στα χέρια μας έχουμε σημαντικά όπλα: η αμεσοδημοκρατική λειτουργία των συλλόγων, με τις γενικές συνελεύσεις να θέτουν την εξουσία στο κέντρο και να επιτρέπουν στους φοιτητές να συνδιαμορφώνουν και να συναποφασίζουν ως ίσος προς ίσο δεν συνιστά μόνο μέσο λήψης συγκρουσιακών αποφάσεων, αλλά και συνειδητοποίησης πως οι ίδιοι έχουμε τη δύναμη να αποφασίζουμε για τις ζωές μας, πως η πολιτική είναι κάτι που μας αφορά όλους. Επίσης, το άσυλο ως λαϊκό κεκτημένο των αγώνων και όχι κυβερνητική παραχώρηση αποτελεί πυρήνα αντίστασης, χώρο ελευθερίας, ένας αληθινά δημόσιος χώρος που δεν ανήκει σε μια συντεχνία, μα σε ολόκληρη την αγωνιζόμενη κοινωνία.
Πρέπει να επιλέξουμε αν θέλουμε ανάπτυξη της οικονομίας στα σημερινά πλαίσια (διαρκής καπιταλιστική ανάπτυξη, το «αόρατο» χέρι της αγοράς), ή μια ανάπτυξη της γνώσης που θα έχει θετικές προοπτικές για μια οικονομία ισότητας, μια οικονομία που δεν θα είναι στο επίκεντρο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά απλό μέσο για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών. Γιατί μόνο μέσα από τη δημιουργία μιας οικονομίας ισότητας, το πανεπιστήμιο και η παιδεία εν γένει θα κατορθώσουν να απαλλαγούν από τον «οικονομίστικο» χαρακτήρα που τους δίνει η εποχή μας.
Η παιδεία για μας δεν είναι μόνο χρηστική, είναι χώρος έρευνας, αναζήτησης και ελεύθερης περιπλάνησης, ανάπτυξης της κουλτούρας, είναι σχέση ερωτική, κι ως γνωστόν στους δυο τρίτος δεν χωρεί…

Υ.Γ.: Το παραπάνω κείμενο (ελαφρώς παραλλαγμένο) διαβάστηκε με τη μορφή εισήγησης στην εκδήλωση με θέμα «Τι παιδεία θέλουμε», στην κατάληψη του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας στις 14/11/2012.


Νίκος Κασφίκης, Βαγγέλης Τσίρμπας, Γιώργος Χριστοδουλάκης

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Ολυμπιακό φλέγμα


Τελείωσαν και οι 30οι Ολυμπιακοί αγώνες, αυτοί του Λονδίνου δηλαδή. Δεν μπορώ να πω, πολλά βαρετά μεσημέρια ή βράδια με συντρόφευσαν και μου έδωσαν την ευκαιρία να ξανακαθίσω στην τηλεόραση και να μην χρειαστεί, για να περάσει η ώρα, να δω την πονεμένη ιστορία της Άσι ή της Σιλά ή οποιασδήποτε άλλης κατατρεγμένης από την μικροαστική κοινωνία της ανατολικής Τουρκίας. Οφείλω λοιπόν ως Έλληνας πρώτον αλλά και ως ενεργότατο μέλος της αθλητικής κοινότητας του πλανήτη δεύτερον να ασχοληθώ με την κορυφαία στιγμή του αθλητισμού. Η οργανωτική επιτροπή των αγώνων αυτών μας άφησε έκπληκτους, κυρίως χάρη στις εξαιρετικές τελετές έναρξης και λήξης.
Τι να πει κανείς για την πρώτη; Νομίζω αντίστοιχου βεληνεκούς κιτς βραδιές ζούμε μόνο σε κάτι δεύτερους ημιτελικούς της Γιουροβίζιον. Ο εγκέφαλος που συνέλαβε την ιδέα αυτής της τελετής πρέπει να είχε κοπεί σίγουρα στην ιστορία και στα καλλιτεχνικά. Μας πληροφόρησε λοιπόν πως η Βρετανία ήταν ένας κάμπος που όλοι ζούσαν ανέμελα, μέχρι που ήρθαν οι κεφαλαιοκράτες και την βιομηχανοποίησαν, κάπου το 1750. Κέλτες, Ρωμαίοι, Αγγλοσαξονογιούτοι, Νορμανδοί, Βίκινγκς και μετά Σαίξπηρ, Bloody Mary, Ελισάβετ, Ριχάρδος, Αρθούρος, όλοι χάθηκαν μέσα στις τρύπες που δημιούργησαν τα φουγάρα των εργοστασίων που ξεπήδησαν μέσα από τη γη. Οι υπερταλαντούχοι εθελοντές που υποδύονται τους εργάτες, τους χωριάτες και τις σουφραζέτες προσκυνούν τις υψικαμίνους ενώ οι δέκα βιομήχανοι (ανάμεσα τους ένας Ασιάτης, ένας μαύρος και ένας Ινδός χάριν πολιτικής ορθότητος και ιστορικής ανακρίβειας) χορεύουν πάντα ασυγχρόνιστα κάνοντας πως χρησιμοποιούν μηχανές και φτυάρια. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η βασίλισσα Ελισάβετ και από ότι μαθαίνουμε τη βοήθησε ο Τζέιμς Μποντ να φτάσει με ασφάλεια! Και πες ότι ως ιδέα αυτή είναι ευφυής, αλλά είναι δυνατόν μετά από τόσες ταινίες να βάζουν τον αρχιφλώρο τον Daniel Craig; Χάθηκε ένας Σον Κόνερυ; Έστω ένας Πιρς Μπρόσναν; Αλλά άμα δεν έβαζαν αυτόν, δεν θα διαφημιζόταν και η νέα ταινία που βγαίνει σύντομα στους κινηματογράφους. Το σκηνικό ξαφνικά αλλάζει, η μουσική των X-files ως υπόβαθρο, παλαιάς κοπής ποντικομούρες νοσοκόμες και φωτισμένα ράντζα με αγγλάκια σχηματίζουν τη λέξη NHS (Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας). Να ξέρουμε δηλαδή τι εξυπηρέτηση θα έχουμε αν μας δαγκώσει κανένας σκίουρος στο Hyde Park. Οι νοσοκόμες διαβάζουν παραμύθια και με το που κοιμούνται τα πιτσιρίκια ξεπηδούν σε μέγεθος XXL ο Βόλντεμορτ, η Κρουέλα ντε Βιλ και αυτή η χοντρή Ντάμα από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Δυστυχώς ξέχασαν την δις Φίνστερ από το «Διάλειμμα» και την Καμίλα Πάρκερ, η οποία βρισκόταν στους επισήμους. Ύστερα εμφανίστηκε το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Αγγλίας: ο Μίστερ Μπιν, ο οποίος, εκπροσωπώντας επάξια το σαχλό και κρυόκωλο χιούμορ της πατρίδας του, με τον γνωστό μουγκό του τρόπο βίασε το “Chariots of fire” του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Πρέπει να αναλάβει κάποιος την ευθύνη και να πληροφορήσει την βρετανική πολιτεία ότι οι πορδές, τα σάλια και οι μύξες τους Mίστερ Μπιν δεν αποτελούν και ποτέ δεν αποτέλεσαν αστείο και πότε κανείς με IQ πάνω από 50 δεν γέλασε με αυτόν. Το σκηνικό ξαναλλάζει, μεταφερόμαστε σε ένα τυπικό βρετανικό σπίτι όπου όλη μέρα όλοι καίγονται στο φέισμπουκ και μετά βγαίνουν στα κλαμπ ντυμένοι στα λαμέ και κοινοποιούν τις δραστηριότητες τους μέσω του Iphone τους ενώ χορεύουν με παλιά κλασικά Βρετανικά τραγούδια. Πράγματι πολύ πρωτότυπο. Αυτό πουθενά αλλού στον κόσμο δεν συμβαίνει. Μετά έγινε η είσοδος υπό τους ήχους των Bee Gees, των Pet Shop Boys και της Adele. Άναψε και η φλόγα στο τέλος, ευτυχώς όχι από τον μπεκατσοδολοφόνο τον Μπέκαμ που ούτε λάμπα δεν μπορεί να αλλάξει, και τελείωσε και αυτό το τηλεοπτικό σόου.
Μετά από μια τέτοια συγκλονιστική τελετή έναρξης λογικό είναι ζητά κανείς μια εφάμιλλη τελετή λήξης. Ούτε και εδώ απογοητευτήκαμε. Όλα τα ονόματα της βρετανικής μουσικής σκηνής, ζώντα και μη, παρέλασαν από το Ολυμπιακό Στάδιο. Οι David Bowie, Pet Shop Boys, Kaiser Chiefs, George Michael, Jessie J, Jennifer Lopez εκτέλεσαν κλασικά ροκ κομμάτια ή απλά δικά τους τραγούδια. Έκτακτη εμφάνιση έκαναν διάφοροι δισεκατομμυριούχοι ροκάδες που δεν έχουν καταλάβει ότι στην ηλικία τους είναι γελοίο να τραγουδούν ακόμα αυτά τα τραγούδια και γενικά οποιοδήποτε τραγούδι έξω από την μπανιέρα τους. Οι Spice Girls και οι Take that ξαναματαεπανασυνδέθηκαν για μία και μοναδική φορά για να καλύψουν το κενό που έχει δημιουργηθεί εδώ και 20 χρόνια. Άλλη μια καινοτομία στην τελετή λήξης ήταν η δορυφορική σύνδεση με την Κόλαση, από όπου τραγούδησαν ζωντανά ο John Lenon και ο Freddie Mercury. Την βασιλική οικογένεια εκπροσώπησε σ’ αυτήν την τελετή ο πρίγκιπας Γουίλιαμ, υπεύθυνος της πτώσης της θερμοκρασίας στο Λονδίνο λόγω των αυτοσαρκασμών που του είχαν δώσει να διαβάσει από μέσα στην συνέντευξη τύπου. Μάλλον φοβούνταν μην γίνει πιο αστείος από τον Μίστερ Μπιν. Η οργανωτική επιτροπή επίσης έβαλε τα δυνατά της και κατάφερε να μην γίνει αντιληπτή η απουσία της Πίπας δείχνοντας μας τόσες άλλες. Η τελετή έληξε με τον συγκινητικό λόγο της Πετούλας Ράφινγκστοουν. Αίσθηση προκάλεσε η προβοκατόρικη απουσία της Μαρίας Στ και από τις δύο τελετές.
Σίγουρα το Λονδίνο σήκωσε πολύ ψηλά τον πήχη. Ήδη έχουν διαρρεύσει κάποια στοιχεία για το τι μας περιμένει στην τελετή έναρξης το 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Στην αρχή μαυρισμένες τόπλες χορεύτριες ντυμένες έξαλλα θα μπουν πάνω σε άρματα και θα χορεύουν το «Κοπακαμπάνα» και το «Λαμπάντα» δίπλα σε εθελοντές ντυμένους σε λευκούς κοιλαράδες εκατομμυριούχους πορνόγερους. Ξαφνικά, πάντα σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, θα μπουν διεθνείς ποδοσφαιριστές όπως ο Ροναλντίνιο και ο Κακά (άλλους δεν θυμάμαι ή μάλλον δεν ξέρω) ντυμένοι μέλη συμμοριών από τις φαβέλες με μαϊμού όπλα και θα χορεύουν στους ρυθμούς του "Ai se eu te pego" του Michel Telo, ο οποίος θα είναι και ο μπροστάρης τους. Τέλος, μετά από μία συνοπτική θεατρική παρουσίαση ενός στερεοτυπικού βραζιλιάνικου σήριαλ, η Κορίνα η Αγριόγατα θα κηρύξει την έναρξη των αγώνων, τιμής ένεκεν για την συνεισφορά της στην ανθρωπότητα.

Κωνσταντίνος Καλαχάνης

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Επιστολή προς ηλιθίους


Αγαπητέ (τρόπος του λέγειν) φασίστα,
Τον τελευταίο μήνα με έχεις εξοργίσει. Καις το σπίτι φίλων μου, αμπαρώνεις  το στέκι μου, τον χώρο που μου έδωσε φίλους, μου έμαθε πράγματα και μου παρείχε σε όλο του το μεγαλείο ένα δικαίωμα που  στερείς ΕΣΥ από τον κόσμο γύρω μου, ανόητε και αδιανόητε φασίστα. Το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Για εσένα, αυτό το δικαίωμα δεν υπάρχει καν. Θεωρείς δεδομένο ότι εσύ μπορείς να λες και να κάνεις ότι σου κατέβει και επίσης ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να μιλήσει. Συγνώμη που θα σε στεναχωρήσω αλλά ξεστραβώσου. Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 11:  Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης.  Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών,  χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. Δεν μπορείς να αμφισβητείς κάτι που δεν δέχεσαι επειδή το ανύπαρκτο μυαλό σου δεν υπακούει σε καμία λογική, εκτός αν δεν μπορείς ούτε να διαβάσεις.
Δεν με ενδιαφέρει η ταυτότητα σου. Πραγματικά μου είναι αδιάφορο αν το ταμπελάκι σου λέει πάνω Χρυσή Αυγή, Πρυτανεία, Νοσοκομείο, ΠΑΣΠ η ότι άλλο θα μπορούσε να λέει. Γιατί για εμένα δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζεις ανάλογα με το όνομα σου. Μου φτάνει να σε ξεχωρίζω εγώ στην συνείδηση μου. Προσπάθησε να με παρουσιάσεις σαν παρακράτος, σαν μάστιγα, σαν σκουπίδι, σαν άτομο χωρίς αξία. Πες με κι εσύ φασίστα, πες τους φίλους μου ιερές αγελάδες ( σοβαρά μέχρι εκεί πάει το φτωχό μυαλό σου), αλλά να ξέρεις πως δεν υποτιμάω την δύναμη σου. Σου επιτρέπει να επιπλέεις σαν τα σκατά. Μην υποτιμάς κι εσύ την δική μου δύναμη όμως. Θα σου έρθει εκεί που δεν το περιμένεις και θα τρέχεις μετά.
Γι’αυτό φασίστα πρόσεχε. Σταμάτα να παίζεις με την υπομονή μου. Η οργή πλέον βράζει μέσα μου. Σταμάτα όσο είναι νωρίς.
Θα τα πούμε από κοντά!
Φιλιά!

Νεφέλη Αντουλινάκη

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Προσοχή στους σφίχτες


Το καλοκαίρι έχει φτάσει στα μισά του. Ο ήλιος καίει, η υγρασία επιδεινώνει την κατάσταση ενώ η αφόρητη πλήξη της παραμονής στην πατρογονική εστία κάνει την ζέστη ανυπόφορη. Τι μένει λοιπόν να κάνεις; Να πας για μπάνιο! Αλλά δεν σου φτάνει η παραλία κάτω από το σπίτι σου όπου πλατσουρίζουν κάτι γυμνασιάκια, τα μούτρα σου θέλουν να πας στο μπιτς μπαρ, να πάρεις τον καφέ σου, να δεις άλλους συνομηλίκους σου (από τους οποίους ελάχιστους συμπαθείς και τους μιλάς με πραγματικό ενδιαφέρον). Το κακό είναι ότι ένα νέο είδος ανθρώπου (;) μολύνει με την θλιβερή παρουσία του τόσο τις ακτές μας όσο και την αισθητική μας· πρόκειται για τον Σφίχτη, ένα καινούργιο για τα πληθυσμιακά δεδομένα της ηπειρωτικής Ελλάδας είδος.

          Προσοχή!

Μην συγχέετε τους Σφίχτες με τους κάγκουρες, αυτά τα «συμπαθέστατα» πλην άκακα πλάσματα πλαγκτονοειδούς νοημοσύνης, που οδηγούν σε κάθε περίπτωση μόνο μηχανάκι (στην αγροτικές περιοχές επιτρέπονται και τα τρακτέρ), ακούν στη διαπασών γύφτικα τραγούδια όλη μέρα, το μαλλί είναι μονίμως λιγδιασμένο και πασπαλισμένο με ζελέ, στο παντελόνι έχουν μονίμως μια κρεμασμένη αλυσίδα και τα πιο προσφιλή θέματα συζήτησής τους είναι οι γκόμενες, οι εξατμίσεις και ο Πασχάλης Τερζής. Εδώ μιλάμε για ένα είδος πραγματικά επικίνδυνο!


Πώς να τους αναγνωρίσετε: Ο Σφίχτης έχει πολλά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη της πανίδας του μπιτς μπαρ. Το σώμα του είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Σε κάθε σημείο υπάρχει και γράμμωση, η οποία γίνεται έτι εντονότερη μετά την υπερβολική χρήση αντηλιακού και λαδιού μαυρίσματος. Και αυτή η γράμμωση είναι απολύτως φυσική. 90% κρεατίνη, πρωτεΐνη, άλλα εις –ίνη και 10% «άσκηση». Ίχνος τρίχας δεν θα συναντήσεις στο σώμα του Σφίχτη, παρά μόνο στο κεφάλι. Η πλειοψηφία των Σφιχτών είτε κείται πάνω στην ξαπλώστρα, ποτέ κάτω από ομπρέλα αλλά πάντα στον ήλιο, για να αποκτήσει μεσογειακό μαύρισμα, με την ξαπλώστρα πάντα στραμμένη προς τις υπόλοιπες ξαπλώστρες, ώστε όποιος δεν τυφλώθηκε από την αντανάκλαση του ήλιου πάνω στους κοιλιακούς του να τυφλωθεί εκείνη τη στιγμή, είτε περπατά πάνω κάτω στην παραλία, δήθεν αδιάφορα τεντώνοντας τα πάνω άκρα του, πιασμένος πια από τόσο άραγμα στην ξαπλώστρα, προς επίδειξιν των δικέφαλων και τρικέφαλων. Έπειτα, η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του σφίχτη, γι’ αυτό και πάντα φοράει Ρωμαιοκαθολικού τύπου σταυρό στο λαιμό του (ροζάριο δηλαδή) το οποίο εξυπηρετεί την επίδειξη της γράμμωσης του στήθους. Συχνά ο  Σφίχτης εμφανίζεται ρακετοφόρος, καθώς η ρακέτα είναι κατεξοχήν το «άθλημα» που ενδείκνυται για την παραλία. Δεν αρέσκεται όμως να παίζει στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους, αλλά καταλαμβάνει πάντοτε την αρχή της θάλασσας, αναγκάζοντας αυτούς που θέλουν να κολυμπήσουν να περάσουν ανάμεσα σε 15 ζευγάρια ή καρέ ρακετοφόρων μέχρι να μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι κολυμπά πια, είτε τους κενούς χώρους ανάμεσα στα μπαρ, ώστε να έχει διπλό κοινό. Όσον αφορά το πνευματικό επίπεδο των Σφιχτών, ας μην γελιόμαστε. Οι περισσότεροι από αυτούς απλά έπαιζαν μπάλα κατά τη διάρκεια των παιδικών τους χρόνων, πέρασαν σε κάποιο τραγικό Τ.Ε.Ι. της βόρειας Ελλάδας (εκείνη η Λογιστική Καβάλας έχει θρέψει γενιές και γενιές Σφιχτών) και τώρα πια το μόνο θέμα συζήτησής τους όταν επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη είναι το πόσο αναζωογονημένοι αισθάνονται χάρη στον «φυσικό τρόπο ζωής» που αποφάσισαν να ακολουθήσουν! Τελευταίο χαρακτηριστικό τους είναι το τατουάζ το οποίο είναι πολύ πρωτότυπο σε σχεδιασμό και σε τοποθέτηση (ένας δράκος στη δεξιά ωμοπλάτη και μπράτσο), το οποίο δεν διστάζουν να επιδείξουν κάνοντας διατάσεις στη μέση της καφετέριας.

Γιατί οι Σφίχτες είναι επικίνδυνοι και πρέπει να εξαφανιστούν;

Όλοι καταλήγουν πως για τα ακόλουθα προβλήματα φταίχτες είναι οι Σφίχτες.

Μόλυνση του περιβάλλοντος: Όταν κατοικείς σε μια παραλιακή πόλη χτισμένη σε έναν κλειστό κόλπο όπως τον Κορινθιακό που κατοικείται 3000 χρόνια ασταμάτητα, ξέρεις πως η θάλασσα αυτή δεν είναι και ιδιαίτερα καθαρή, δεν είναι και σκουπιδότοπος όμως. Και ενώ τόσα χρόνια τα νερά κοντά στις ακτές, στα οποία κολυμπάς, είναι καθαρά, ξαφνικά εμφανίζεται ο Σφίχτης. Τσουρουφλισμένος από τον ήλιο, έχοντας καθίσει 5 ώρες ασταμάτητα και πασαλειμμένος με κάθε είδους γυαλιστερή μαλακία που θα ενισχύσει το μαύρισμά του, αποφασίζει να βουτήξει στη θάλασσα. Εννοείται, δεν θα πάει βαθιά, αλλά μέχρι εκεί που το νερό φτάνει στον αφαλό. Άλλωστε δεν έχει έρθει στην θάλασσα για να κολυμπήσει, αλλά περισσότερο για να μιμηθεί τον Σάκη Ρουβά στο βίντεο κλιπ του «Shake it». Δεν τον νοιάζει όμως που όλα αυτά τα λάδια που είχε αλείψει πάνω του παραμένουν στην θάλασσα και μάλιστα δύσκολα ανακατεύονται με τον νερό, οπότε πηγαίνει μετά ο ανυποψίαστος λουόμενος να κολυμπήσει και αηδιάζει να μπει από την θολή όψη του νερού στα ρηχά και από την αναδυόμενη δυσωδία της σφιχτίλας. Περιβαλλοντολόγοι σημειώνουν πως αν συνεχιστεί αυτό οι Σφίχτες θα μετατρέψουν όλον τον Κορινθιακό σε έναν ατέλειωτο βαλτότοπο που θα θυμίζει χώρους εναπόθεσης εργοστασιακών λυμάτων.

Υγεία: Οφθαλμίατροι παροτρύνουν τους λουόμενους να αποφεύγουν να κοιτάζουν στο σώμα τους Σφίχτες γιατί οι ακτίνες UV έρχονται κατευθείαν στα μάτια τους με πιθανότητα μακροπρόθεσμης πρόκλησης καταρράκτη ή αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς. Ωτορινολαρυγγολόγοι συνιστούν να απομακρυνόμαστε από ρακετοφόρους Σφίχτες καθώς είναι πιθανή η πρόκληση ωτίτιδας από τα συνεχόμενα χτυπήματα της μπάλας στη ρακέτα. Επίσης αύξηση παρουσιάζουν οι κακώσεις κεφαλής, γνωστές και ως καρούμπαλα, από αποτυχημένα χτυπήματα με τη ρακέτα (τι νομίζετε; Ότι έχουν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο; Στα 10 χτυπήματα το ένα έχει στόχο την άλλη ρακέτα). Μεγάλη προσοχή στην επαφή με Σφίχτη, μπορεί να πάθετε αναφυλαξία από την χημική αντίδραση των λιπασμάτων που βάζει πάνω του.

Αισθητική: Με την εμφάνιση των σφιχτών έχει μετατραπεί ολόκληρη η παραλία σαν έκθεση της Michelin, μόνο που λείπουν τα εκθέματα, και έχουν μείνει μόνο οι μασκότ. Το ανθρωπάκι αυτό που αποτελείται από λάστιχα είναι ο πιο κοντινός βιολογικός συγγενής του Σφίχτη, με μόνη διαφορά ότι ο Σφίχτης είναι μαυρισμένος και έχει μαλλιά. Κατά τα άλλα κάνει τις ίδιες ατσούμπαλες κινήσεις με τον λαστιχάνθρωπο. Και αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε σίγουρα τα πεζοδρόμια έχουν γίνει δεύτερη πασαρέλα διαγωνισμού μυϊκής δύναμης. Όπως και να’ χει, βγαίνει έξω να αλλάξεις παραστάσεις και βλέπεις κινούμενους κοιλιακούς, όπου όχι τρίλιζα, ακόμη και σταυρόλεξο μπορείς να παίξεις εκεί με τόση γράμμωση.

Και στο κάτω κάτω όταν πάω στην παραλία θέλω να μπορώ να βουτήξω βλέποντας τον πάτο της θάλασσας, όταν πίνω τον καφέ μου να μην έχω τον κάθε προβληματικό ποζερά να παίζει ρακέτες λες και έχει μανταλάκια στα δάχτυλα. Ψόφος στους Σφίχτες! Ας ενεργοποιηθούμε όλοι τώρα για να πάψει η ανθρωπότητα να αντιμετωπίζει αυτούς τους κρε(α)τίνους και να τους ξεφορτωθεί μια και καλή!

Κωνσταντίνος Καλαχάνης

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Άχρωμη ζωή, ψηφιακή τιβί

Κάποτε η ζωή ήταν πολύχρωμη και οι τηλεοράσεις ασπρόμαυρες. Πιο μετά, η ζωή βάφτηκε με γκρίζο και όλα τα χρώματα απέμειναν σα δείγματα, να τα χαίρεται ο κόσμος μόνο στην τηλεόραση. Τώρα η ζωή έχει γίνει μαύρη και η τηλεόραση, σα να προσαρμόζεται αρμονικά με τη ζωή κάθε φορά για να έρθει η ισορροπία του σύμπαντος, τελειοποίησε την ομορφιά των χρωμάτων της και έγινε ψηφιακή.
Σε κάθε στενό του κέντρου της Αθήνας συναντάς ανθρώπους που πεινάνε, που κοιμούνται σε ένα χαρτόνι, που αργοπεθαίνουν. Δεν είναι οι μια, δύο στενάχωρες γραφικές φιγούρες που υπήρχαν πάντοτε, που απέφευγες προσεκτικά πάντοτε, μη σου χαλάσουν τη διάθεση. Τώρα πια δεν μπορείς να ξεφύγεις από τα βλέμματά τους. Δεν ζητιανεύουν, δεν ζητούν την ελεημοσύνη σου. Απλά σε κοιτάζουν. Τα βλέμματά τους είναι χτυπήματα ηλεκτροσόκ που προσπαθούν να επαναφέρουν τους κτύπους της καρδιάς σου, αλλά τίποτα. Προσπερνάς απαθής και αδιάφορος. Τρέχεις προς το πολυκατάστημα να αγοράσεις αποκωδικοποιητή. Δεν αντέχεις λεπτό χωρίς τηλεόραση.
Η τηλεόραση είναι το καταφύγιο. Αντί να γελάς, τους βλέπεις να γελάνε. Αντί να πλακώνεσαι, τους βλέπεις να πλακώνονται. Αντί να τρως, τους βλέπεις να τρώνε. Αντί να μιλάς, τους βλέπεις να μιλάνε. Αντί να θυμώνεις, τους βλέπεις να θυμώνουν. Αντί να κλαις, τους βλέπεις να κλαίνε. Αντί να βρίζεις, τους βλέπεις να βρίζουν. Αντί να ερωτεύεσαι, τους βλέπεις να ερωτεύονται. Αντί να τσακώνεσαι, τους βλέπεις να τσακώνονται. Αντί να ζεις, παρακολουθείς. Πιστεύεις ότι δεν είσαι παθητικός δέκτης. «Η τηλεόραση είναι απλά ένα μέσο, σημασία έχει πως τη χρησιμοποιείς», λες. Έχεις τη δύναμη του ζάπινγκ. Μέγκα ή Αντέννα; Αυτιάς ή Παπαδάκης; Μενεγάκη ή Σκορδά; Στάη ή Τρέμη; Έχεις πράγματι πολλές επιλογές.
Γύρω σου καρδιές ξεκινάνε να χτυπούν δυνατά. Κόσμος ξυπνάει, σηκώνεται, αντιστέκεται. Εργοστάσια κλειστά για μήνες, απεργίες, πορείες, αστυνομία, φωτιές, φυλακίσεις, ξύλο, οργή, ένταση. Θα αλλάξει κάτι; Δεν ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα το μάθεις ποτέ, με το σώμα σου βυθισμένο στα μαξιλάρια του καναπέ και το μυαλό σου χωμένο στα σκατά της τηλεόρασης. The revolution will not be televised. The revolution will be live.





ΥΓ. Μέχρι τότε δεν είναι όλα μαύρα. Το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας δροσίζει όσους μπορούν ακόμα να δουν την ομορφιά. Χωρίς αποκωδικοποιητή.




Βαγγέλης Τσίρμπας

ΠΙΠΕΡΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

11:05 Φαντάσου ότι κάθεσαι ήσυχος μπροστά από ένα φλιτζάνι καφέ, μπροστά από ένα βιβλίο, ή στην τραπεζαρία σου και τρως. Θες να περάσεις ατάραχα την ώρα σου× να σκεφτείς, να μιλήσεις με κάποιον ή απλά, να ηρεμήσεις από τα φώτα, το θόρυβο και τους ανθρώπους. Το φαντάστηκες; Ωραία. Τώρα σκέψου ότι από κάπου, μακριά, κοντά, δεν έχει σημασία, ακούς ή βλέπεις κάτι. Κάτι που κάνει το αίμα σου να βράσει. Κάτι που σε θυμώνει. Μια βλακεία- υπερπαραγωγή, μια μυθικών διαστάσεων ηλιθιότητα, ένα λόγο να πιστέψεις ότι αυτός που το είπε αυτό, έχει πάρει κάτι ληγμένο, ή είναι από νάρκωση οδοντιάτρου- εν πάσει περιπτώσει, ο άνθρωπος δεν είναι στα καλά του. Και τώρα θυμήσου την τελευταία φορά που σου συνέβη αυτό…
Έκπληξη! Δε φαντάζεσαι, ΘΥΜΑΣΑΙ. Γιατί σου έχει συμβεί αυτό. Σου έχει συμβεί να συναντήσεις ένα ζώο όρθιο, από αυτά που δεν είναι άνθρωποι, αλλά μια άλλη κατηγορία, ανθρωπόμορφων υπάρξεων, που είναι, όμως, τέρατα. Σιχαμένα, γλοιώδη και ηλίθια ως επί το πλείστον, που έχουν τέρατα χειρότερα από αυτά για οδηγούς τους και είναι επιρρεπή στην πλύση εγκεφάλου.
Με πόση ευχαρίστηση, διάβασα, ενώ καθόμουν ήσυχα-ήσυχα στο σπίτι μου, με ένα πιάτο φαί μπροστά μου, και το αλατοπίπερο δίπλα μου, ένα facebook status ενός τέτοιου ηλίθιου (με τον οποίο ευτυχώς ποτέ δεν είχαμε επαφές- και χαίρομαι γι’ αυτό), ο οποίος στενοχωρήθηκε που μέσα στην Δράκα δεν υπήρχε κόσμος την ώρα της πυρκαγιάς. Και διερωτώμαι τώρα, εγώ, με το μικρό μου, καθώς φαίνεται, μυαλό: τι σόι χιτλερικό γουρούνι πρέπει να είσαι για να κάνεις τέτοιο σχόλιο;! ‘Εγώ θα το έκαιγα με κόσμο μέσα… χαχα!!!’…
11:50 Το φαί κρύωσε στο πιάτο. Τα νεύρα μου είναι ακόμα κρόσσια. Κοιτάω το πιπέρι. Με κοιτάει κι αυτό. Του χαμογελάω. Αυτό δε μου χαμογελάει. Θεωρεί χαμένη την επιθυμία μου να το ρίξω όλο στο στόμα αυτού του ηλίθιου, με την ελπίδα να μην το ξανανοίξει αν είναι να πει τέτοια κουβέντα ξανά.  Ποιος είσαι για να κάνεις πλάκα με τις ζωές των ανθρώπων; Θα έβαζες και σ’ αυτούς φωτιά ε; Δεν καταλαβαίνεις τι είναι να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται. Στον κόσμο το παίζεις άνθρωπος, πιστεύεις ότι είσαι άνθρωπος. Καλά. Εγώ ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι. Θα σου βάλω φωτιά. Να δω αν θα σ’ αρέσει η μυρωδιά της καμένης σάρκας, αν αυτή είναι η δικιά σου. Αλλά δεν είμαι σαν εσένα. ‘Θάνατος σε όποιον δεν είναι σαν εμάς’. Ναι, ναι. Έτσι σκέφτεσαι, το ξέρουμε. Αλλά εμείς, δεν είναι ανάγκη να παίξουμε με αληθινές φωτιές για να σου δείξουμε ότι έχεις άδικο- δεν είμαστε σαν εσένα άλλωστε. Θα σου βάλουμε απλά, λίγο πιπέρι στη γλώσσα.

Σταυροπούλου Μαρία

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Black out

Γεννηθήτω φως.

Γη.
Ζωή.
Χαρά.
Χρώμα.
Χρόνος.
Μουσική.
Ομορφιά.
Άνθρωπος.
Η γη γίνεται τσιμέντο.
Η ζωή πλαστικό εμπόρευμα.
Η χαρά ψεύτικα γέλια ποτισμένα στο αλκοόλ.
Το χρώμα εκατομμύρια πίξελς που απεικονίζουν το γκρίζο.
Ο χρόνος γρήγορα κινούμενοι δείκτες ρολογιού σ’ ένα ράλι για την αιωνιότητα.
Η μουσική σπαστικοί κοφτοί ήχοι που τρυπούν τ’ αφτιά.
Η ομορφιά ξανθό εμφανίσιμο κουφάρι.

Φως πουθενά.
Μόνο ρεύμα.

Αν σβήσει το ρεύμα δε βλέπεις τίποτα.
Αν σβήσει το ρεύμα δεν υπάρχει τίποτα.

Ο άνθρωπος;
Χάθηκε κάπου στην πορεία.
Δεν θα τον ψάξει κανείς.
Κανείς δε βλέπει.


Βαγγέλης Τσίρμπας